- μουστώνω
- [μούστος]1. ζαλίζομαι από αναθυμιάσεις μούστου2. ναρκώνομαι από βαρύ ύπνο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μουστώνω — μούστωσα, μουστωμένος 1. ζαλίζομαι από τις αναθυμιάσεις του μούστου: Μούστωσε πατώντας τα σταφύλια. 2. μτφ., ναρκώνομαι επειδή κοιμήθηκα αρκετά, ζαλίζομαι, μεθώ: Περπατούσε μουστωμένος και σκόνταψε σ’ ένα χαντάκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μούστωμα — το [μουστώνω] 1. ζάλη 2. νάρκωμα, νάρκη … Dictionary of Greek